- συνεργούς
- συνεργόςworking togethermasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνεργούς — συνεργούς , συνεργός working together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργώ — συνεργῶ, έω, ΝΜΑ [συνεργός] συντελώ να γίνει κάτι (α. «όλοι πρέπει να συνεργήσουν στην επίτευξη τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ. γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς πλῆθος καρποῡ»,… … Dictionary of Greek
σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… … Dictionary of Greek
άσεμνα δημοσιεύματα — Πρόκειται για χειρόγραφα, έντυπα, εικόνες και άλλααντικείμενα, που σύμφωνα με το κοινό αίσθημα προσβάλλουν την αιδώ. Εξαιρείται η περίπτωση που το έργο αποτελεί προϊόν τέχνης ή επιστήμης, εκτός εάν προσφέρεται για πώληση ή δίνεται σε πρόσωπα… … Dictionary of Greek
στρατολογώ — στρατολόγησα, στρατολογήθηκα, στρατολογημένος 1. συγκεντρώνω στρατεύσιμους, κατατάσσω στο στρατό: Στρατολόγησε υποχρεωτικά όλους όσους μπορούσαν να πάρουν όπλα. 2. συγκεντρώνω οπαδούς, συνεργούς κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεργός, -ός, -ό — 1. αυτός που συμπράττει σε μια κακή πράξη, συνένοχος: Είχε και συνεργούς στη ληστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)